- αθεμιστία
- ἀθεμιστία, η (Α) [ἀθέμιστος]παρανομία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀθεμιστία — ἀθεμιστίᾱ , ἀθεμιστία lawlessness fem nom/voc/acc dual ἀθεμιστίᾱ , ἀθεμιστία lawlessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεμίστια — ἀθεμίστιος lawless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεμιστίας — ἀθεμιστίᾱς , ἀθεμιστία lawlessness fem acc pl ἀθεμιστίᾱς , ἀθεμιστία lawlessness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεμιστίαν — ἀθεμιστίᾱν , ἀθεμιστία lawlessness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθεμίστιος — ἀθεμίστιος, ον (Α) [ἀθέμιστος] 1. άνομος, αθέμιτος, ασεβής 2. φρ. «ἀθεμίστια εἰδώς», ο έμπειρος, ο ειδικός στις παρανομίες … Dictionary of Greek
οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… … Dictionary of Greek